- υπολαμβάνω
- ὑπολαμβάνω ΝΜΑ [λαμβάνω]1. διακόπτω κάποιον που μιλάει, παίρνω τον λόγο και απαντώ (α. «και τότε υπέλαβε εκείνος τον λόγο και είπε...» β. «οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ὑπελάμβανον οὐ χρεὼν εἶναι αὐτοῑς ἐπαγγεῑλαι», Θουκ.)2. εκλαμβάνω, νομίζω, θεωρώ, παίρνω για... (α. «υπέλαβε την θρασύτητα ως τόλμη» β. «μηδ' ὑπολαμβάνετ' εἶναι τὸν ἀγῶνα τόνδ' ὑπὲρ ἄλλου τινός», Δημοσθ.)μσν.-αρχ.κάνω μια παρατήρηση ή υπόδειξη σχετικά με κάτι, εκφράζω γνώμη για κάτιαρχ.1. δέχομαι επάνω μου, υποβαστάζω («νεφέλη ὑπέλαβεν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν», ΚΔ)2. βαστώ αποκάτω, υποστηρίζω («αἱ δὲ ὄπισθε παρὰ τοὺς μηροὺς τὰς γαστέρας ὑπολαμβάνουσι», Ηρόδ.)3. πιάνω από το χέρι («ἄγειν οὖν αὐτὸν παρὰ σφᾱς τήν τε αὐλητρίδα ὑπολαβοῡσαν», Πλάτ.)4. καταλαμβάνω, κυριεύω5. (για ανεμοστρόβιλο) παρασύρω6. προκύπτω ως δυσκολία, ως αντιξοότητα («δυσχωρία τε καὶ στενοπορία ὑπελάμβανεν αὐτούς», Ξεν.)7. καταλαμβάνω κρυφά ή με την βία («οὐ γὰρ ἂν Κέρκυράν τε ὑπολαβόντες βίᾳ ἡμῶν εἶχον», Θουκ.)8. προσελκύω9. (για γεγονότα) επακολουθώ, επισυμβαίνω10. (για ασθένεια) προσβάλλω κατόπιν («ὑπολαβὸν ῥῑγος», Ιπποκρ.)11. απαντώ, αποκρίνομαι12. κατανοώ («ὑπολαμβάνεις γὰρ δὴ πού τι... ὃ λέγω;», Πλάτ.)13. απιστώ14. συναντώ15. λαμβάνω κάτι ως αφορμή κατηγορίας («καὶ αὐτὰ ὑπολαμβάνοντες οἱ μάλιστα τῷ Ἀλκιβιάδη ἀχθόμενοι... ἐμεγάλυνον καὶ ἐβόων», Θουκ.)16. παίρνω υπό την προστασία μου17. αποδέχομαι, παραδέχομαι («καί μοι πρὸς Διὸς καὶ Θεῶν μηδεις ὑπολάβη δυσκόλως», Δημοσθ.)18. (γενικά) δέχομαι, υποδέχομαι19. μτφ. α) (σχετικά με εκλογή) ζητώ και λαμβάνω ψήφους για κάποιονβ) βοηθώ, υποστηρίζω («οἱ εὔποροι τοὺς ἐνδεεῑς ὑπολαμβάνουσιν ἔθει τινὶ πατρίῳ», Στράβ.)20. φρ. α) «ὑπολαμβάνω τι ὑπὸ τι» — παίρνω κάτι και τό κρύβω κάτω από κάτι άλλο (Πλούτ.)β) «ὑπολαμβάνω ἵππον» — αναχαιτίζω λίγο την ορμή τού αλόγου (Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.